- λέανσις
- λέαν-σις or [full] λείανσις, εως, ἡ,A grinding down, Antyll. ap. Orib.10.23.17;
τροφῆς Anon.Lond.Fr.2.1
, cf. Gal.14.714.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροφῆς Anon.Lond.Fr.2.1
, cf. Gal.14.714.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λέανσις — λέανσις, εως, ἡ (Α) βλ. λείανση … Dictionary of Greek
ρέανσις — ἡ, Α πιθ. στίλβωση με οίνο, λέανσις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί λέανσις (< λεαίνω / λειαίνω)] … Dictionary of Greek
λείανση — η (Α λείανσις και λέανσις) η ενέργεια τού λειαίνω, γυάλισμα νεοελλ. 1. (γεωμορφ. ωκεαν.) διεργασία μηχανικής διάβρωσης ενός πετρώματος, λόγω τριβής του από νερό που μεταφέρει κλαστικά υλικά 2. (μηχανολ.) μηχανουργική διεργασία με λειαντικό μέσο,… … Dictionary of Greek